-
1 οψον
τό1) мясное блюдо, мясо(σῖτος καὴ οἶνος ὄψα τε Hom.)
2) закуска(κρόμυον, ποτῷ ὄ. Hom.)
3) рыбное блюдо, рыбаπολλῶν ὄντων ὄψων, ἐκνενίκηκεν ὅ ἰχθύς, μόνον ἢ μάλιστά γε, ὄ. καλεῖσθαι Plut. — хотя закусок много, но в конце концов закуской стала именоваться исключительно или преимущественно рыба
4) приправаοἱ ἅλες τῶν ἄλλων ὄψων ὄ. (sc. εἰσίν) Plut. — соль есть приправа ко (всем) прочим приправам;
οἱ πόνοι ὄ. τοῖς ἀγαθοῖς Xen. — труд - приправа к счастью5) тонкое кушанье, изысканное блюдо, лакомое яство(ὄψα καὴ τραγήματα Plat.)
6) продовольственный, преимущ. рыбный рынок(εἰς τοὖψον = τὸ ὄ. ἀφικέσθαι Aeschin.)
-
2 αλμυρος
31) соленый(θαλάσσης ὕδωρ Hom.; πόντου βάθος Eur.; αἷμα Plat.; ὄψα Xen.)
ἁ. ποταμός Her. = Ἑλλήσποντος2) перен. горький, неприятный(γειτόνημα Plat.; ἀκοή Plat., Plut.)
3) перен. пряный, пикантный(κάλλος γυναικός Plut.)
-
3 αρτυνω
только эп. (fut. ἀρτυνέω) и ἀρτύω преимущ. эп. (fut. ἀρτύσω)1) располагать, приводить в порядок, приготовлять(ἔεδνα Hom.)
σφέας αὐτοὺς ἀ. Hom. — смыкать свои ряды, выстраиваться;ἀρτύνεσθαι βουλήν Hom. — развивать свою мысль, давать совет2) приделывать, прилаживать(οὔατα δαιδάλεα Hom.)
ἠρτύναντο ἐρετμὰ ἐν τροποῖς Hom. — они продели весла в уключины3) замышлять, готовить(ὑσμίνην, γάμον, λόχον, ὄλεθρόν τινι Hom.; ἐπιβουλήν Her.)
4) приправлять(τὰ ὄψα Arst.)
-
4 εδω
(fut. ἔδομαι, aor. 2 ἔφᾰγον, pf. ἐδήδοκα, pf. 2 ἔδηδα)1) есть(ὄψα Hom.: θερμέν δαῖτα Eur.; ἀρούρης καρπόν Luc., Plut.)
ὅσα ἐκπέποται καὴ ἐδήδοται Hom. — все выпитое и съеденное2) поедать, пожирать(εὐλαὴ ἔδονταί τινα Hom.)
3) проедать, расточать(οἶκον Hom.; βίοτον Plut.)
4) разъедать, снедать, терзать, мучить(καμάτῳ τε καὴ ἄλγεσι θυμόν, med. καρδίην Hom.)
-
5 λυμαινομαι
1) подвергаться порче, портиться2) портить, ухудшать(τὰ ὄψα Xen.)
3) расстраивать, омрачать(τὸ μακάριον Arst.)
4) покрывать позором, позорить, бесчестить, осквернять(τὰ λέχη Eur.; τῷ νεκρῷ Her.; μειρακίοις Arph.)
τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ λελυμασμένος Xen. — утратив(ший) свое доброе имя5) попирать, нарушать(νόμους Lys.)
6) разрушать, губитьὅσα μετ΄ ἐλπίδων λυμαίνεται Thuc. — (все), что разрушает надежды;
λ. τινι τέν πρᾶξιν Xen. — вредить чьим-л. действиям7) наносить обиды, обижать, притеснять(τινὰ λύμῃσι ἀνηκέστοισι Her.; τέν ἐκκλησίαν NT.)
8) наносить поражение, разбивать наголову(τέν ἵππον Her.)
μεθεστάναι καὴ λελυμάνθαι Dem. — окончательно погибнуть -
6 μαγγανευω
1) колдовать, ворожить(Κίρκη μαγγανεύουσα Arph.)
μ. πρός τινα Polyb. — привораживать кого-л.2) морочить, обманывать(μ. καὴ φενακίζειν Dem.)
3) фальсифицировать(τὰ σιτία καὴ τὰ ὄψα Plut.)
-
7 προαρπαζω
1) раньше похищать, уносить(τὰ ὄψα ὥσπερ ἰκτῖνος Luc.)
2) предвосхищать(τὰ λεγόμενα ἀλλήλων Plat.)
-
8 φαρμασσω
атт. φαρμάττω1) применять снадобья Plat.2) зачаровывать, заколдовывать(τινά Plat.)
οὔ τοι εὖ φρονεῖτε, ἀλλὰ πεφάρμαχθε Arph. — вы не в своем уме, вы обморочены3) напитыватьλαμπὰς φαρμασσομένη χρίματος παρηγορίαις Aesch. — пламя, поддерживаемое маслом
4) отравлять(τὰ σιτία καὴ τὰ ὄψα Plut.)
5) заражать(ἀέρα λοιμικοῖς πάθεσιν Plut.)
6) закаливать(πέλεκυν Hom.)
См. также в других словарях:
ὄψα — ὄψον cooked neut nom/voc/acc pl ὄψᾱ , ὄψος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαλοκόβω — οψα, κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογνού: Η μάνα μου γέννησε στο χωράφι και το μωρό τ αφαλόκοψε μια άλλη γυναίκα που βρέθηκε εκεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀψαμάτην — ὀψᾱμάτην , ὀψαμάτης one who mows till late at even masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACRIDES — quarum mentio Matthaei c. 3. v. 4. ἡ δέ τροφὴ ἀυτοῦ ἢν ἀκρὶδες καὶ μὲλι ἄγρςον, Isidoro Pelusiotae, viro docto et proxima Palaestinae loca incolenti, Ep. 132. οὐ ζῶά εἰςιν, ὥς τινες οίονται ἀμαθῶς, κανθάροις ἀπεοικότα, non sunt animalia… … Hofmann J. Lexicon universale
επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… … Dictionary of Greek
εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
οψοδόχος — ὀψοδόχος, ον (Μ) αυτός που δέχεται τα όψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
οψοθήκη — η (Α ὀψοθήκη) μέρος όπου φυλάσσονται τα όψα, οψοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψονν «τροφή, έδεσμα» + θήκη (πρβλ. βιβλιο θήκη)] … Dictionary of Greek
οψομανής — ὀψομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα όψα, τα ποικίλα εδέσματα, καλοφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + μανής (< μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
οψομανία — η (ΑΜ ὀψομανία) [οψομανής] νεοελλ. (ψυχιατρ.) παρόρμηση, υπερβολική επιθυμία για συγκεκριμένο φαγητό μσν. αρχ. η μανιώδης αγάπη προς τα όψα, τα φαγητά … Dictionary of Greek